κοπανατζής

κοπανατζής
ο , κοπανατζού η тот, кто отлынивает от работы; сачок (прост.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κοπανατζής" в других словарях:

  • κοπανατζής — ο, θηλ. κοπανατζού αυτός που φεύγει κρυφά ή απουσιάζει αδικαιολόγητα από κάπου, αυτός που τό σκάζει από κάπου, που «τήν κάνει κοπάνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπάνα + κατάλ. τζής (πρβλ. πατωμα τζής)] …   Dictionary of Greek

  • κοπανατζής — ο θηλ. ού αυτός που βρίσκει τον τρόπο να αποφεύγει την εργασία που του αναθέτουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»